- βαφτίσι
- το και βαφτίσια, τα (Μ βαπτίσιν)1. η τελετή, το μυστήριο του βαπτίσματος2. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαφτίσια, πληθ. του βαφτίσι < μσν. βαπτίσιν < (αρχ) απρμφ. βαπτίσειν του ρ. βαπτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.